- ἀμείλιχος
- ᾰμείλῐχος1 implacable
χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12
τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος P. 6.12
τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ P. 8.8
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αμείλιχος — ἀμείλιχος, ον (Α) [μειλίσσω] 1. αδυσώπητος, αμείλικτος 2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος … Dictionary of Greek
Ἀμείλιχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχος — implacable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχον — ἀμείλιχος implacable masc/fem acc sg ἀμείλιχος implacable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμειλίχου — Ἀμείλιχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίχου — ἀμείλιχος implacable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμειλίχων — Ἀμείλιχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίχων — ἀμείλιχος implacable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχα — ἀμείλιχος implacable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμείλιχε — Ἀμείλιχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλιχε — ἀμείλιχος implacable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)